ἰσορροπεῖ

ἰσορροπεῖ
ἰσορροπέω
to be equally balanced
pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)
ἰσορροπέω
to be equally balanced
pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σχοινοβάτης — Καλλιτέχνης του τσίρκου, που έχει την ικανότητα να ισορροπεί πάνω σε τεντωμένο σχοινί. Οι σ. ήταν γνωστοί από τους αρχαίους χρόνους, ιδιαίτερα στην Περσία, τη Ρώμη και την Κίνα. Στη διάρκεια του Μεσαίωνα η τέχνη του σ. διαδόθηκε στη Μ. Ασία, τον… …   Dictionary of Greek

  • ακλινής — ές (Α ἀκλινὴς) [κλίνω] νεοελλ. 1. αυτός που δεν παρουσιάζει κλίση, απόκλιση μσν. αδιάκοπος, συνεχής αρχ. 1. αυτός που δεν παρεκκλίνει, που ισορροπεί 2. κάθετος, κατακόρυφος 3. σταθερός, ἄκαμπτος …   Dictionary of Greek

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • ανισόρροπος — η, ο (Α ἀνισόρροπος, ον) ασταθής, αυτός που δεν ισορροπεί νεοελλ. εκείνος που έχει χάσει τη διανοητική του ισορροπία αρχ. άδικος …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

  • δυναμικό — (Φυσ.). Όρος της φυσικής ο οποίος αναφέρεται στο ποσό του έργου που παράγει μία δύναμη. Για τον προσδιορισμό του φυσικού αυτού μεγέθους είναι σκόπιμη η αναφορά στην έννοια του πεδίου. Πεδίο καλείται μια περιοχή του χώρου, μέσα στην οποία υπάρχουν …   Dictionary of Greek

  • ημιζύγιος — ἡμιζύγιος, ον (Α) αυτός που ισορροπεί, που είναι μισός από το ένα μέρος και μισός από το άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ζύγιος (< ζυγόν), πρβλ. βου ζύγιος, υπο ζύγιος] …   Dictionary of Greek

  • κοντοπαίκτης — κοντοπαίκτης, ὁ (Α) επιγρ. ακροβάτης που ισορροπεί ένα κοντάρι στο χέρι του, χορευτής με κοντάρι ισορροπίας, ακροβάτης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντός (ΙΙ) «κοντάρι» + παίκτης (< παίζω), πρβλ. οργανο παίκτης, χαρτο παίκτης] …   Dictionary of Greek

  • μοχλός — Απλή μηχανή, που αποτελείται γενικά από ένα άκαμπτο σώμα με δυνατότητα περιστροφής γύρω από έναν άξονα ή ένα σημείο του άξονα κάτω από την επίδραση δύο ανταγωνιστικών δυνάμεων (η κάθε μία δηλαδή αντίθετη προς την περιστροφή που θα προκαλούσε η… …   Dictionary of Greek

  • πλαστικότητα — Ιδιότητα ορισμένων σωμάτων, με εξωτερική εμφάνιση στερεών σωμάτων (π.χ. ο καθαρός μόλυβδος και τα κράματα του, το γυαλί) τα οποία, όταν υποστούν μηχανική καταπόνηση, παρουσιάζουν παραμόρφωση που αυξάνεται συνεχώς, αν η καταπόνηση παραμένει η ίδια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”